- πυρρίχιος
- -α, -οαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πυρρίχη: Πυρρίχιος χορός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πυρρίχιος — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρρίχιος — Λεγόταν και πυρρίχη. Σπαρτιατικός μιμητικός πολεμικός χορός, ίσως ένα είδος υπορχήματος. Εικάζεται πως η προέλευσή του ήταν δωρική και πως ήρθε από την Κρήτη. Ο π. ήταν ουσιαστικά χορευτική απομίμηση μάχης, και τη χόρευαν με τη συνοδεία αυλού ή… … Dictionary of Greek
πυρριχίου — πυρρίχιος of masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρριχίων — πυρρίχιος of masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρριχίῳ — πυρρίχιος of masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρρίχιοι — πυρρίχιος of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρρίχιον — πυρρίχιος of masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρριχιακός — ή, όν, Α [πυρρίχιος] πυρρίχιος … Dictionary of Greek
τροχαιοπυρρίχιος — ὁ, Μ (μετρ.) ο τροχαίος και πυρρίχιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τροχαῖος + πυρρίχιος] … Dictionary of Greek
Byzantine dance — History Greek Dance in Antiquity was originally held to have some kind of educational value, as evidenced in Plato s dialogues on this point in The Laws. However, as Greek culture gradually conquered Rome, dancing lost most of its educational… … Wikipedia